- χρύσαμμος
- -ον, Α1. αυτός που παρασύρει μαζί του χρυσή άμμο2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρύσαμμοςχρυσή άμμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + ἄμμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
BALLUCA — est χρύσαμμος, ut Tribonianus exposuit, i. e. aurosa arena, quae recense terra effosa est, seu ramenta auri minutiora, nondum excocta, Pollux την` χρυσίσα ψάμμον vocat. Cuiacius l. 1. Cod. de Metallar. et metallis. l. 11. Meminit eius Cod.… … Hofmann J. Lexicon universale
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσαζίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση, ισομερής προς την αλιζαρίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chrysazin < chrys (< chrysammic < χρύσαμμος) + azin (< alizarin, βλ. λ. αλιζαρίνη)] … Dictionary of Greek
χρυσάμμου — χρῡσάμμου , χρύσαμμος golden sand fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)